- ἀπαρτιζομένου
- ἀπαρτίζωmake evenpres part mp masc/neut gen sgἀπαρτίζωmake evenpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραμ — το, Ν άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν … Dictionary of Greek